- πασαπόρτι
- το1. διαβατήριο2. μτφ. διώξιμο, αποπομπή («θα πάρει πασαπόρτι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. passaporto (< passo «περνώ» + porto «λιμάνι»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πασαπόρτι — το (λ. ιταλ.) 1. διαβατήριο. 2. μτφ., αποπομπή, διώξιμο: Ζήτησε αύξηση κι ο εργοδότης του του έδωσε το πασαπόρτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)